μανδρεύω

μανδρεύω
μανδρεύω (AM) [μάνδρα]
μαντρώνω, κλείνω κάποιον σε μάντρα
μσν.
κλείνω κάποιον σε μοναστήρι ως μοναχό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάνδρευμα — μάνδρευμα, τὸ (AM) [μανδρεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μανδρεύω 2. τόπος μαντρωμένος, μάντρα μσν. μτφ. μοναστήρι, μονή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”